- φιλοτταριον
- φιλοττάριον(ᾰ) [из * φιλοτάριον, demin. к φιλότης См. φιλοτης 4] дружочек, миленький Arph.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φιλοττάριον — little pet neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοττάριον — τὸ, Α ποιητ. υποκορ. τ. τού φιλότης. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει προέλθει από συμφυρμό τών λ. φίλος και νηττάριον και αποτελεί τρυφερή προσφώνηση γυναίκας προς άνδρα με σημ. «μικρό αγαπημένο παπάκι». Λιγότερο πιθανή θεωρείται η άποψη ότι πρόκειται για… … Dictionary of Greek